- καταδημοβορέω
- κατα-δημο-βορέω (δημοβόρος): devour or consume in common, aor., Il. 18.301†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταδημοβορεῖν — καταδημοβορέω consume pres inf act (attic epic doric) καταδημοβορέω consume pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδημοβορῆσαι — καταδημοβορέω consume aor inf act καταδημοβορέω consume aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)